χαλάσεις

χαλάσεις
χάλασις
slackening
fem nom/voc pl (attic epic)
χάλασις
slackening
fem nom/acc pl (attic)
χαλάω
Aër.
aor subj act 2nd sg (epic)
χαλάω
Aër.
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανοιγοκλείνω — και ανοιγοκλειώ εισα, ανοίγω και κλείνω κάτι: Μην ανοιγοκλείνεις το παράθυρο, γιατί θα το χαλάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοκάγαθος, -η — ο ο καλός και αγαθός, ο υπερβολικά καλός: Δεν πρόκειται ποτέ να τα χαλάσεις με αυτόν, γιατί ναι καλοκάγαθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”